Κάπρον

Κάπρον
Κάπρος
boar
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κάπρον — κάπρος boar masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • HERCULES — I. HERCULES Fil. Uberti March. Ep. Augustae, a consiliis Carolo III. Sabaudiae Duci Obiit A. C. 1515. Ughel. T. IV. Ital. sacr. Franciscus August. in Hist. Chron. Ep. Pedemon. II. HERCULES ita vett. pro more solito fortes fere appellarunt. Sic… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • προσκνήθω — Α ξύνω ή γαργαλώ («κάπρον παῑς χειρὶ προσκνήθων νέᾳ», Τραγ. Αδέσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κνήθω «ξύνω»] …   Dictionary of Greek

  • προτομή — Γλυπτική αναπαράσταση του ανθρώπινου σώματος από το στήθος και πάνω, που είναι το αντίστοιχο της προσωπογραφίας στη ζωγραφική. Το είδος είναι τυπικά ρωμαϊκό, οι αρχές του όμως μπορεί να αναζητηθούν στα αρχαία αιγυπτιακά νεκρικά προσωπεία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • φριξαύχην — ενος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει ανορθωμένη χαίτη («κάπρον φριξαύχενα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + αὐχήν, ένος (πρβλ. καμπυλ αύχην, μεγαλ αύχην)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”